
Κάθε που η βροχή έπεφτε επάνω της,
έγδερνε τα δάκρυα της,
που έπεφταν στο λαβύρινθο του βυθού της,
ξεπλένοντας την ομίχλη του μυαλού της .
Κάθε της δάκρυ κι ένα εσύ…
Σ’ ένα άδειο μαξιλάρι ξάπλωνε τις πληγές της.
Ακουμπούσε σε κάτι ματωμένα χείλη, άδεια, που φώναζαν «θέλω».
Γεύσεις προσμονής χαραγμένες στα βράχια της λησμονιάς.
«Θέλω…» ψέλλιζαν τα δυο της χείλη
κι έσφιγγε τα χέρια για να κρατήσει αυτά που πόθησε πολύ.
Άδεια όμως απόμειναν.
Μόνο απρόσωπες μορφές και χρώματα,
που ξεθώριασαν ο χρόνος κι οι βροχές.
«Θέλω…» ψέλλιζαν τα δυο της χείλη και γέμιζαν αίμα κόκκινο,
αίμα άλικο,
αίμα της ραγισμένης της καρδιάς.
Και μέσα στο θολωμένο της μυαλό,
ξεφυσούσαν, σαν σκορπιοί φαρμακοφόροι,
μνήμες, θύμησες, «θέλω» κι όνειρα νεκρά.
Σωτηρούλλα Τζιαμπουρή & Γιάννος Λαμπής