
Τον είχε αγαπήσει πριν τον γνωρίσει.
Πριν καν τον κοιτάξει στα μάτια.
Πριν τον αγγίξει.
Δεν ήξερε πόσο θα κρατούσε.
Ίσως και να τελείωνε πριν καν αρχίσει.
Το ένιωθε… Το διάβαζε πίσω από τις λέξεις του.
Την βρήκε στην ποιο οδυνηρή σιωπή της,
εκεί που οι άνεμοι της ψυχής της ούρλιαζαν.
Σε μια αναμονή, να αναζητά φωτεινές αστραπές…
Εκεί που ένα κομμάτι του εαυτού της είχε πεθάνει.
Ήρθε να της δώσει την αγκαλιά του,
εκεί που το κορμί της κρύωνε…
Νοιαζόταν γι’ αυτήν…
Ήθελε μαζί να πολεμήσουν τα φαντάσματα που την κυνηγούσαν
και την άφηναν τα βράδια άγρυπνη.
Της το είχε υποσχεθεί ότι θα την έπαιρνε από το χέρι
και θα ανέπνεαν μαζί αυτή τη σιωπή στο κατώφλι της προσμονής.
Δεν μπορούσε να του ζητήσει περισσότερα.
Μονάχα αυτή την αγκαλιά που της έλειπε.
Κι ας ήθελε περισσότερα…
Έγειρε, αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του,
κρύβοντας αυτό το δάκρυ της προσμονής…
Σωτηρούλλα Τζιαμπουρή