
Εγώ έχω μείνει ακόμη εκεί.
Ακριβώς από κάτω.
Κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι μας.
Κάτω από την ξαστεριά που πλημμύριζε- κόντευε να πνίξει- τον ουρανό
Κι εμείς, δυο κουκκίδες, δυο ασήμαντες λευκές πινελιές μπλεγμένες μεταξύ τους, ανάμεσα σε χιλιάδες, εκατομμύρια βότσαλα.
Έπρεπε να είχαμε καταλάβει από τότε,
το ποσό ασήμαντοι και μικροί ήμασταν για τον κόσμο και να μην φεύγαμε ποτέ.
Εγώ εξάλλου, έχω μείνει ακόμη εκεί. (Νικολέτα Αργυράκη)
Έγειρε,
κάτω από δύο γρίλιες κλειστές το φως να αναπαυθεί
Μέσα σε σώματα δε βρήκε απάγκιο, μέσα σε βλέμματα δεν αντάμωσε, μέσα σε στόματα δε φιλήθηκε.
Μοναχικά ταξίδεψε στο γέμισμα του κόσμου κι άδειασε πάνω στις γρίλιες.
Εκεί κρύφτηκε.
Δεν ήτανε γραφτό τούτη τη μέρα να ταξιδέψει πουθενά.
Έλειπε η αγάπη.
Ποιος να το ανασηκώσει από το σκοτάδι δίχως την βοήθεια της.
Έγειρε να αναπαυτεί
ωσότου να ξαναγυρίσει. (Σοφία Τανακίδου)
Μια νύχτα του Μαΐου, καθόμασταν στο μπαλκόνι μου και κοιτούσαμε τα αστέρια.
Γελούσαμε, μιλούσαμε και αφήσαμε πίσω για λίγο την σκληρή πραγματικότητα, η οποία δυστυχώς μας δείχνει το πρόσωπο της κάθε μέρα.
Κι εκεί, ανάμεσα σε ανέμελα γέλια και καλά κρυμμένα από τους άλλους μυστικά, αισθανθήκαμε πάλι οι εαυτοί μας.
Πριν όλα αυτά που συνέβησαν κι άλλαξαν τη ζωή μας προς το χειρότερο.
Πριν ωριμάσουμε απότομα.
Και τότε, δώσαμε μια υπόσχεση.
Εγώ κι εσύ, είμαστε οικογένεια. Για πάντα.
Κανείς και τίποτα δεν θα το αλλάξει αυτό. (NinaS)