
Κάθε μέρα εδώ και χρόνια, έκλαιγε…
Εκεί, στο ίδιο τραπέζι.
Στο τραπέζι της ζωής, που μέχρι τώρα
κανείς δεν μπορούσε να μαζέψει τα ψίχουλα της.
Μιας ζωής, σε δύο μάτια στριμωγμένη.
Μιας ζωής, που έδινε παράσταση, όχι πρόβα.
Μιας ζωής, που την ζύμωνε κάθε μέρα, με τα δάκρυα της
κι έφτιαχνε το ψωμί που της πήρανε…
Το ψωμί της ζωής.
Μιας ζωής, ρωγμή μες τα στήθια.
Μιας ζωής, σε μια κάμαρα άδεια.
Μιας ζωής, μ’ ένα παράθυρο κλειστό,
με τις βελούδινες κουρτίνες της σκηνής της,
που έπαιξαν τον πρωταρχικό ρόλο.
Μιας ζωής, σ’ένα τασάκι σβησμένη.
Άνοιγε τα χέρια κάθε βράδυ και χόρευε το δικό της χορό.
Το ζεϊμπέκικο της ζωής!
Επιβράδυνε τα βήματά της απόψε.
Έβαλε τρεις τελίτσες… κι επέλεξε να αιωρείται στο όνειρο…
Σωτηρούλα Τζιαμπουρή